- Ὀλύμπιον
- ὈλύμπιοςOlympianmasc/fem acc sgὈλύμπιοςOlympianneut nom/voc/acc sgὈλυμπιεῖονtemple of Olympian Zeusneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ОЛИМПЕЙОН — • Όλυμπίειον, Όλυμπιει̃ον, собственно храм олимпийского Зевса, потом 1. маленький городок на восточном берегу Сицилии в 1.500 шагах от Сиракуз, на юг от устья реки Анапа. Фукидид часто упоминает о нем (напр., 6, 71. 7, 5) при… … Реальный словарь классических древностей
Ολυμπιείο(ν) — το (Α Ὀλυμπιεῑον και Ὀλυμπίειον και Ὀλύμπιον) [Ολύμπιος] ο ναός τού Ολυμπίου Διός στην Αθήνα κοντά στον Ιλισσό («ἐν τῆδε τῆ πλησίον τοῡ Ὀλυμπίου οἰκίᾳ τῆ Μορυχίᾳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ο ναός τού Ολυμπίου Διός στις Συρακούσες 2. στον πληθ. τὰ Ὀλυμπίεια … Dictionary of Greek
κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… … Dictionary of Greek
τειχίζω — ΝΜΑ [τεῑχος] 1. κτίζω τείχος, υψώνω τείχος (α. «τειχίζει μακρὰ τείχη», Θουκ. β. «καὶ τοῑσι τειχίζουσι παραδιακόνει», Αριστοφ.) 2. περικλείω με τείχος, περιτειχίζω, οχυρώνω (α. «τειχίζω πόλη» β. «τὴν πόλιν ἐτείχισαν», Θουκ. γ. «τὰ στρατόπεδα καὶ… … Dictionary of Greek